- κοίταγμα
- το, -ατος1. ματιά, βλέμμα.2. φροντίδα για τη συντήρηση των αδύνατων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοίτα(γ)μα — το (Μ κοίταγμα) [κοιτάζω] νεοελλ. 1. η κατεύθυνση και προσήλωση τών ματιών σε κάποιο σημείο, βλέμμα, ματιά 2. μτφ. λεπτομερής έρευνα σε έναν τόπο, ιδίως για ανεύρεση χαμένου αντικειμένου, ψάξιμο 3. μτφ. φροντίδα, μέριμνα για κάποιο πρόσωπο ή… … Dictionary of Greek
ανάβλεμμα — το (Α ἀνάβλεμμα) κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνω νεοελλ. απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω. ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω] … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
έμβλεψις — ἔμβλεψις, η (Α) κοίταγμα στα μάτια, ενατένιση … Dictionary of Greek
αγνάντεμα — το [αγναντεύω] 1. επισκόπηση, κοίταγμα από μακριά 2. ύψωμα από όπου επισκοπεί κανείς τη γύρω περιοχή ή κοιτάζει μακριά … Dictionary of Greek
αγριοκοίταγμα — το [αγριοκοιτάζω] άγριο κοίταγμα, βλοσυρό βλέμμα … Dictionary of Greek
ανάβλεψη — (Α ἀνάβλεψις), η [ἀναβλέπω] 1. κοίταγμα προς τα επάνω 2. ανάκτηση τής όρασης … Dictionary of Greek
ανακοίταγμα — το και κοίταμα [ανακοιτάζομαι] το να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, αμοιβαίο κοίταγμα, αμοιβαία πρόσβλεψη … Dictionary of Greek
αντίκρυσμα — το [αντικρύζω] 1. κατά πρόσωπο συνάντηση 2. αντιμετώπιση 3. θέα, κοίταγμα 4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις 5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία … Dictionary of Greek
βλέμμα — το (AM βλέμμα) [βλέπω] ματιά, κοίταγμα νεοελλ. η έκφραση των ματιών όταν είναι προσηλωμένα κάπου («άγριο, γλυκό, λυπημένο κ.λπ. βλέμμα») αρχ. το μάτι … Dictionary of Greek